πολυσχιδία

πολυσχιδία
πολυ-σχῐδία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A a splitting into many parts: manifold division,

νούσων Hp.Acut.3

; diversity,

δογμάτων Id.Praec.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυσχιδία — και ιων. τ. πολυσχιδίη, ἡ, Α [πολυσχιδής] 1. η πολλαπλή ή η ποικιλότροπη διαίρεση («τὰς μέντοι πολυτροπίας τὰς ἐν ἐκάστῃ τῶν νούσων καὶ τὴν πολυσχιδίην οὐκ ἠγνόεον ἔνιοι», Ιπποκρ.) 2. η ποικιλία …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδίας — πολυσχιδίᾱς , πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc pl πολυσχιδίᾱς , πολυσχιδία a splitting into many parts fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδίαν — πολυσχιδίᾱν , πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχιδίην — πολυσχιδία a splitting into many parts fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”